ἀνάεδνος

ἀνάεδνος
ἀνάεδνος
without bride-price
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάεδνος — ἀνάεδνος, η (Α) (για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάεδνον — ἀνάεδνος without bride price masc/fem acc sg ἀνάεδνος without bride price neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάεδνοι — ἀνάεδνος without bride price masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάελπτος — ἀνάελπτος, ον (Α) ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος*. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”